Παρασκευή, Αυγούστου 04, 2006

Τι είκοσι, τι τριάντα;

Όταν ήμουν είκοσι χρονών, νόμιζα ότι ο κόσμος ανήκε στους τότε τριαντάρηδες. Με τα αμάξια τους, τις μηχανές τους, τις μουράτες δουλειές τους, τα λεφτά τους, τις κουκλάρες γκόμενές τους...

Τώρα που είμαι τριάντα χρονών, παρατηρώ ότι όλα τα προηγούμενα χαρακτηριστικά της παραπάνω αναφερθείσας κατηγορίας έχει μεταφερθεί στους σημερινούς εικοσάρηδες μείον τη δουλειά. Με τα λεφτά του μπαμπά τους, βεβαίως, βεβαίως...

Το ηθικό δίδαγμα είναι ετούτο το ρητό:
με προσπέρασε η χρυσή μου εποχή ρε γαμώτο και δεν το πήρα και χαμπάρι!!!!

Τρίτη, Αυγούστου 01, 2006

Λίβανος


Καταδικάζω,
Καταδικάζεις,
Καταδικάζει,
Καταδικάζουμε,
Καταδικάζετε...
ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΙ!

"Ύμνος στην υποκρισία των ισχυρών αυτού του κόσμου"

Μπουκάλα

Όταν είσαι στη μέση της ανόδου ή της καθόδου αναρωτιέσαι πάντα που να πας. Προς ποια κατεύθυνση. Ποια είναι η καλύτερη ή η χειρότερη, ανάλογα με τις προθέσεις και τις επιθυμίες σου επιλογή.

Έτσι και η μικρή μπουκάλα της ιστορίας μας.

Είχε φτάσει στη μέση της μεγάλης σκάλας. Δεν θυμόταν αν την ανέβηκε. Δεν θυμόταν αν την κατέβηκε. Επίσης της διέφευγε αν κάποιος άλλος την μετέφερε μέχρι εδώ. Κάποιες φορές αυτό δεν είχε καμία σημασία. Κάποιες άλλες αυτό είχε όλη τη σημασία του κόσμου. Σκεφτόταν: "Πώς βρέθηκα εδώ; Πού ήμουν πριν;" Αναρωτιόταν: "Ήθελα να έρθω εδώ; Μήπως ήμουν καλύτερα εκεί που ήμουν πριν;" Τέτοιες, παρόμοιες και διαφορετικές σκέψεις έκανε η μπουκάλα μας, η βρισκόμενη στη μέση της σκάλας.

Υπήρχαν μέρες που η ζέστη του ήλιου, το ελαφρό φύσημα του θαλασσινού ανέμου, η διαύγεια του φωτός και η λαμπρότητα της μέρας έκαναν την μπουκάλα να νιώθει ευτυχισμένη. Αυτές τις μέρες δεν αναρωτιόταν για τίποτα. Ήξερε ότι εκεί ανήκε, στη μέση της σκάλας.

Υπήρχαν μέρες που η ζέστη του ήλιου ήταν ανυπόφορη, το θαλασσινό αεράκι δυνατό και της φαινόταν δυνατό ή θυμωμένο, το φως κίτρινο αρρωστημένο ή άλλες φορές γκρίζο, μουντό και σκοτεινιασμένο. Τέτοιες μέρες η μπουκάλα δεν αναρωτιόταν για τίποτα. Ήξερε ότι δεν ανήκε εκεί, στη μέση της σκάλας.

Τότε ήταν που σκεφτόταν πάλι προς τα που θα μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή της. Πάνω ή κάτω; Μήπως δεξιά ή αριστερά;

Και η ζωή έμοιαζε με ένα ατελείωτο γαϊτανάκι αμφιβολιών, αναποφασιστικότητας και αδράνειας.

Είμαι σίγουρος πως η μπουκάλα μου με περιμένει ακριβώς εκεί που την άφησα...